- υδροθήκη
- η / ὑδροθήκη, ΝΑδεξαμενή νερού, στέρνανεοελλ.1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών τού κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών υδράνθων και τα γονοφόρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + θήκη (πρβλ. βιβλιο-θήκη). Ως επιστημ. όρος τής Νεοελληνικής η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. hydrotheque].
Dictionary of Greek. 2013.